Η σωτήριος αρετή που κρύβεται μέσα σε τρία συνεχόμενα «Ευαγγέλια» (Μέρος Β’)
Του Πρωτοσυγκέλλου της Ι.Μ. Φωκίδος, Γέροντος Νεκταρίου Μουλατσιώτη 12/7/2016

Όπως υποσχεθήκαμε στην αγάπη σας, θα εξετάσουμε τώρα τη δεύτερη Ευαγγελική περικοπή που αναφέρεται στον άσωτο υιό και διαβάζεται υπό των ιερέων μας τη δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου, αμέσως μετά την παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου που ήδη εξετάσαμε.
Ας δούμε, λοιπόν, σήμερα την παραβολή του Ασώτου υιού, που είναι καταγεγραμμένη στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο, κεφ. 15, 11-32. Ο Κύριος αναφέρεται σε έναν πατέρα που είχε δύο παιδιά. Ο μικρότερος γιος του, κάποια μέρα, ζήτησε ν’ ανεξαρτητοποιηθεί από τον πατέρα του και να ζήσει μόνος του. Μάλιστα ζήτησε και το μερίδιο της περιουσίας που θα του ανήκε σε περίπτωση κατά την οποία θα πέθαινε ο πατέρας και οι δυο γιοι θα τον κληρονομούσαν. Ο καλός πατέρας άφησε ελεύθερο το νεότερο παιδί του. Δεν το πίεσε, δεν το εμπόδισε να φύγει, αντιθέτως του έδωσε και το μερίδιο της περιουσίας που θα κληρονομούσε.
Έτσι ο μικρός γιος εγκατέλειψε τον πατέρα, νομίζοντας ότι και χωρίς αυτόν μπορεί να ζήσει και να προκόψει. Η πραγματικότητα όμως τον διέψευσε, διότι τελικά σπατάλησε όλη την περιουσία ασώτως σε γλέντια και με γυναίκες αμαρτωλές και κατέληξε στο σημείο να «πεθαίνει» από πείνα, αφού υποτάχθηκε πρώτα σε κάποιον που είχε γουρούνια και έγινε χοιροβοσκός του. Ο μεγαλύτερος γιος, αντιθέτως, όπως αναφέρει η Ευαγγελική περικοπή, παρέμεινε για πάντα κοντά στον πατέρα του και δεν απομακρύνθηκε ποτέ απ’ αυτόν.

Ας εξετάσουμε τώρα ερμηνευτικά το ποιος είναι ο πατέρας, ποιοι είναι οι δύο γιοι και ποια είναι η περιουσία που σπαταλήθηκε. Όπως ερμηνεύουν οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες, ο πατέρας των δύο υιών, δεν είναι άλλος από τον Θεό Πατέρα που μας δημιούργησε. Όσοι από εμάς είμαστε άσωτοι, αποφασίσαμε να ζήσουμε μακριά από τον Κύριο και Θεό μας, τον Ιησού Χριστό. Επιλέξαμε το δρόμο της ζωής μακριά από τον Θεό και τις εντολές Του που μας «καταπίεζαν» ξεχνώντας ότι ο Κύριος μάς είχε προειδοποιήσει λέγοντάς μας: «άνευ εμού ού δύνασθε ποιείν ουδέν». Γι’ αυτό και χωρίς τον Χριστό στη ζωή μας αποτύχαμε, γεμίζοντας την κοινωνία μας με ναυάγια ανθρωπίνων ψυχών... Όλους εμάς τους ασώτους μάς εκπροσωπεί στην Ευαγγελική παραβολή ο άσωτος υιός.
Υπάρχει όμως και η άλλη μερίδα ανθρώπων, που σαν τον πρώτο και μεγαλύτερο υιό, παρέμεινε για πάντα κοντά στον Θεό, κοντά στο σπίτι του πατέρα, κοντά στην Εκκλησία. Δεν απομακρύνθηκε ποτέ από τον Κύριο και Θεό μας. Αυτή την μερίδα ανθρώπων στη συγκεκριμένη παραβολή εκπροσωπεί ο πρώτος υιός, που ήταν και το «καλό» παιδί του πατέρα. Άρα ο πατέρας της παραβολής είναι ο Θεός και Κύριός μας και τα δύο παιδιά του είναι πρώτον οι πιστοί και εκκλησιαζόμενοι και δεύτερον οι «άπιστοι» και οι αδιάφοροι που απομακρύνθηκαν από τον Θεό και την Εκκλησία Του, πιστεύοντας ότι έτσι «ελεύθεροι» θα ζήσουν μια καλύτερη ζωή.

Αυτή η δεύτερη μερίδα των ασώτων ανθρώπων, ομοιάζει σαν το τραίνο που θέλει να κινείται ελεύθερο χωρίς να περιορίζεται πάνω στις σιδερένιες «ράγες» του θελήματος του Θεού. Θεωρεί ότι οι «ράγες» περιορίζουν την ελευθερία του. Ξεχνά, όμως, ότι το τραίνο έξω από τις σιδερένιες «ράγες» είναι καταδικασμένο σε ακινησία και αχρηστία και ότι ο εκτροχιασμός του μπορεί να σημαίνει καταστροφή. Αυτό, δυστυχώς, έπαθε ο άσωτος και όλοι όσοι μιμήθηκαν την πορεία του και το δρόμο που ακολούθησε εκείνος. Βάλτωσαν, αχρηστεύθηκαν και τελικά καταστράφηκαν.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο στην Ευαγγελική παραβολή και αυτό το άλλο είναι η περιουσία του πατέρα. Ποια είναι η περιουσία αυτή; Ταπεινά, θεωρούμε ότι η περιουσία του Θεού ήταν ο Παράδεισος που χαρίσθηκε και απολάμβανε ο άνθρωπος και ζούσε ευτυχισμένος μέσα σε αυτόν. Εκεί είχε τα πάντα. Όλες τις αρετές και τα χαρίσματα. Εκεί είχε την αθανασία και την αιώνια ζωή. Εκεί είχε την πηγή της ζωής, τον ίδιο τον Θεό, με τον οποίον καθημερινά συνομιλούσε.
Αυτόν τον Παράδεισο ο άνθρωπος τον κατέστρεψε και έχασε την αθανασία και την αιώνια ζωή. Απομακρυνόμενος δε από τον Θεό Πατέρα, βρήκε τον θάνατο και έχασε όλα τα χαρίσματα και τις αρετές που του δόθηκαν μέσα στην πατρική οικία του. Έτσι υποδουλώθηκε στον σατανά και τα όργανά του, υπηρετώντας ως χοιροβοσκός τους δαίμονες και τα πάθη της αμαρτίας, που είναι βρωμερά σαν τα γουρούνια. Αυτή την ερμηνεία δίνουν οι Άγιοί μας στη συγκεκριμμένη παραβολή και ταπεινά θεωρούμε ότι η περιουσία που χάθηκε είναι ο Παράδεισος, με όλα τα καλά που έδινε στον άνθρωπο.

Ας εξετάσουμε, όμως, λίγο τώρα και τις συμπεριφορές των δύο παιδιών. Ο άσωτος υιός ζει χωρίς φραγμούς, ελεύθερος και μακριά από τον Θεό. Φθάνει στο σημείο να υπηρετεί τον διάβολο και να σκλαβωθεί στα πάθη του, που συμβολικά παρουσιάζονται ως γουρούνια. Κάποια στιγμή έρχεται σε αυτογνωσία. Θυμάται το πώς ήταν και το πώς ζούσε στο πατρικό του σπίτι. Έρχονται τώρα δεύτερες σκέψεις. Αφού δεν προνόησε, τώρα μετανοεί. Στα μάτια του έρχονται δάκρυα και αποφασίζει να γυρίσει στον χαμένο Παράδεισο, στην πατρική του οικία.
Καθώς επιστρέφει, πάει να γονατίσει ενώπιον του πατέρα του, για να ζητήσει συγχώρεση. Εκείνος, μόλις βλέπει τον γιο του να επιστρέφει, τρέχει κοντά του, δεν τον αφήνει να γονατίσει. Του αρκεί η επιστροφή του. Του αρκεί το «ήμαρτον» που άκουσε. Τον αγκαλιάζει, τον φιλά, τον καλωσορίζει και τον παραδίδει στους υπηρέτες του να τον πλύνουν, να τον καθαρίσουν, να του φορέσουν τη λαμπερή στολή που είχε πριν φύγει από τον Παράδεισο. Να του φορέσουν στο χέρι το δαχτυλίδι της υιοθεσίας, ώστε να γίνει πάλι τέκνο του και να εννοήσουν όλοι ότι αυτός πλέον θα είναι το αφεντικό και όχι ένας δούλος του σπιτιού.

Εδώ, όπως έχουμε αναφέρει σε άλλο άρθρο μας, ας σημειωθεί ότι οι υπηρέτες που καλούνται να κάνουν όλα όσα τους είπε ο Θεός Πατέρας στον επιστρέψαντα υιό Του, είναι οι ιερείς μας. Το χρέος τους είναι όσοι επιστρέφουν από την αμαρτία να τους οδηγήσουν στην κάθαρση, το φωτισμό και τη θέωση.
Ο μεγαλύτερος υιός, ο παραμείνας πάντα κοντά στον Θεό, παρουσιάζει μία κακή και απαράδεκτη συμπεριφορά. Δε δέχεται πίσω τον αδελφό του. Δημιουργεί ολόκληρη φασαρία με λεκτική βία προς τον πατέρα του. Οργίζεται, φωνάζει, ωρύεται. Ο φθόνος και η ζήλεια του προπορεύονται και εκδηλώνονται με τη σχετική περιγραφή της παραβολής.
Άδικα ο Πατέρας προσπαθεί να τον μεταπείσει. «Γιε μου, όλα αυτά είναι δικά σου, τι ήθελες και δεν είχες; Δε χαίρεσαι που γύρισε πίσω ο «νεκρός» αδελφός σου; Αναστήθηκε το παιδί μας, έλα μέσα και συ να χαρείς με τη χαρά μου». Άδικα ματαιοπονεί ο δόλιος πατέρας. Ο φθόνος και η κακία έχουν βγει στην επιφάνεια και κυριαρχούν τώρα στην καρδιά και στο νου του πρώτου γιου.

Τι βλέπουμε στις συμπεριφορές των δύο αυτών ανθρώπων, που είναι και αδέλφια, αφού έχουν κοινό πατέρα; Στον πρώτο υιό, τον αφοσιωμένο κοντά στον Θεό Πατέρα και τη Μάνα Εκκλησία, συναντούμε την έλλειψη αγάπης προς τον αδελφό. Το ίδιο φαινόμενο συναντήσαμε και στην παραβολή του Φαρισαίου και του Τελώνου. Ίδιος με τον Φαρισαίο παρουσιάζεται εδώ ο πρώτος γιος. Δεν έχει αγάπη. Δε δέχεται την επιστροφή του ασώτου αδελφού του στο πατρικό σπίτι (στον Παράδεισο). Σκέπτεται εσωτερικά, λέγοντας μέσα του: «Αυτός κατέστρεψε την περιουσία του, την έφαγε, την σπατάλησε. Αν τον δεχθώ και πάλι στο σπίτι, θα κληρονομήσει τώρα και το δικό μου μερίδιο, που έχει φυλάξει να μου δώσει ο Πατέρας μου... Δεν πρέπει να τον δεχθώ, γιατί θα γίνει κληρονόμος και του μεριδίου που μου ανήκει αποκλειστικά».

Ποια είναι η φυλαγμένη περιουσία που έχει ο Πατέρας για το «καλό» παιδί του; Η Βασιλεία των Ουρανών. Ναι, αυτό είναι το μερίδιο που διαφυλάχθηκε. Ο άσωτος επιστρέφοντας θα γίνει κι αυτός συγκληρονόμος της Βασιλείας των Ουρανών. Ωστόσο, η καρδιά του πρώτου γιού, η στερημένη από αγάπη, όπως ακριβώς και εκείνη του Φαρισαίου, δεν μπορεί να δεχθεί μια τέτοια γενναιόδωρη παραχώρηση. Τόσα χρόνια από καθήκον ή από συμφέρον «έκανε» τον καλό και πιστό. Τώρα όμως ξεχειλίζει ο φθόνος, η σκληρότητα, η έλλειψη αγάπης. Η «μάσκα» πέφτει. Η υποκρισία φαίνεται από τα όσα λέει κατ’ ιδίαν στον πατέρα του, κατακρίνοντας τον αδελφό του, προσπαθώντας να τον πείσει να μην τον δεχθεί ξανά στο σπίτι, για να μην γίνει πάλι συγκληρονόμος της περιουσίας του Θεού.
Όλα τα θέλει για τον εαυτό του. Πού είναι η αγάπη; Άνθρωπος χωρίς αγάπη στην καρδιά του είναι άνθρωπος χωρίς Θεό. Ιδού λοιπόν η σωτήριος αρετή της αγάπης, που  αναγνωρίζεται ως κοινό μυστικό και των δύο Ευαγγελικών Παραβολών, του Τελώνου και Φαρισαίου, αλλά και του Ασώτου. Ο αμαρτωλός Τελώνης σώθηκε και ας ήταν αμαρτωλός. Η μετάνοια τον έσωσε. Ο άσωτος Υιός σώθηκε και ας ήταν αμαρτωλός. Η μετάνοια τον έσωσε. Ο Φαρισαίος και ο πρώτος υιός χάθηκαν και ας ήταν «δίκαιοι», «καλοί» και κοντά στον Θεό Πατέρα και τη Μάνα Εκκλησία. Χάθηκαν, διότι δεν είχαν αγάπη. Υποκρίνονταν τους καλούς. Οι «μάσκες» έπεσαν, η κατάκριση βασίλευε στις καρδιές τους, η κακία τους εκδηλώθηκε.

Προσοχή, προσοχή, προσοχή! Όλοι εμείς που μελετούμε τα άρθρα αυτά, αλλά και ο γράφων τις γραμμές αυτές, που ανήκουμε; Προσοχή, προσοχή... Βασιλεύει η αγάπη στις καρδιές μας προς όλους τους συνανθρώπους μας; Είναι στοιχείο της ζωής μας η αγάπη προς φίλους, συγγενείς, γείτονες, οικογένεια, εχθρούς και αγνώστους; Δε σώζουν από μόνα τους η παρθενία, η νηστεία, η γονυκλισία, η προσευχή, ο εκκλησιασμός, η αγρυπνία, το κομποσχοίνι και τόσα άλλα που κάνουν οι «πιστοί». Αν δεν υπάρχει η αρετή της ΑΓΑΠΗΣ στις καρδιές μας, ακόμα κι αν έχουμε όλα τα ανωτέρω, δε σωζόμαστε. Κάθαρση, φωτισμός και θέωση, χωρίς την αγάπη δεν υπάρχει.
Αλλά θα συνεχίσουμε με την παραβολή της τρίτης Κυριακής των Απόκρεω, για να ολοκληρώσουμε τις σκέψεις μας.

(Συνέχεια στο επόμενο)


 
[ Πίσω ]
Κοινοποίηση